Εικόνες από την φύση της Καρπάθου, Κ. Κυζούλη

Views: 149

Κάτω χαμηλά στο Αιγαίο, ανάμεσα Κρήτη και Ρόδο, στο απέραντο αγερινό μπουγάζι, είναι η Κάρπαθος. Το νησί αυτό, τονισμένο με τις πιό χτυπητές αντιθέσεις, έχει μια πρωτόγονη και μεγαλόπρεπη ομορφιά. Στις τραχιές και απότομες, τις μαυρισμένες από το κύμα ακτές, κόβονται κάθε τόσο ήρεμες, λευκές παραλίες και αμμουδιές. Κι η θάλασσα, γαλύφα και πλανεύτρα, σωστό κρύσταλλο που ενώνεται με το διάφανο ουρανό, όταν είναι γαληνεμένη, αγριεύει ξαφνικά, μόλις σηκώσει αγέρα, σκοτεινιάζει, γίνεται λουλακιά και, θεριό ανελέητο, ρίχνεται με μάνητα στις στεριές.

Ακόμη και το εσωτερικό του νησιού έχει τον ίδιο τόνο. Λές και ο Θεός, όταν τόπλαθε, ήτανε θυμωμένος. Πλαγιές κοφτές, σχεδόν όρθιες, πυκνά δασωμένες με πεύκο ψηλόλιγνο, ρόμπολο, παραστέκουν κάθε τόσο με γόνιμη γη ήμερη βλάστηση, ιδιαίτερα γύρω από τις αναρίθμητες πηγές των γραφικών χωριών. Αγέρηδες φυσάν ολοχρονίς, ξέχωρα ο μπονέντης. Όλο το καλοκαίρι ξεχύνεται μέχρι πάνω ψηλά στη ραχοκοκκαλιά του νησιού. Εκεί μαζεύεται σ’ ένα γκριζωπό σύννεφο, για να κατηφορίσει έπειτα στις γύρω πλαγιές.

Απέναντι στο πατρικό σπίτι (στη Βολάδα) είναι το βουνό της Μελλούρας. Απότομη, κομμένη σα με μαχαίρι διαγράφεται μαυριδερή πάνω απ’ το χωριό [η Μελλούρα]. Εκεί στην πέτρινη κορφή της, ξεπροβάλλει ατελείωτο κι’ ασταμάτητο το σύννεφο του μπονέντη. Είναι ένα σύννεφο με άπειρες παραλλαγές και μεταπτώσεις. Ανάλογα με τον καιρό, γίνεται μικρό ή μεγάλο, και το χρώμα του παίρνει όλη τη σκάλα από το σκούρο, γκριζόμαυρο μέχρι το ανάλαφρο και το διάφανο. Το θυμάμαι έτσι να σιγοαρμενίζει συμπαγές πάνω απ’ το χωριό, σαν επιβλητικός άρχοντας που κάνει επιθεώρηση στους υποταχτικούς του.

Όμως, στη στιγμή, μπορεί να αλλάξει η διάθεση και το κέφι του: Ως φτάσει στην κορφή του βουνού διγράφεται για λίγο, μα αμέσως διαλύεται και σκορπάει, γίνεται πούσι ανάλαφρο, ομίχλη και περιλούζει τον τόπο. Τότε περνά μέσα απ’ τα σπίτια του χωριού, μπορείς, αν θες, να απλώσεις τα χέρια σου και να το πιάσεις.

Έτσι αυτός ο αγέρας, με την τόσο επιβλητική παρουσία, έχει δεθεί με την ψυχή των ανθρώπων. Και δεν είναι ίσως υπερβολή να πεί κανένας, πως όλη η εύχαρη διάθεση τους, με την ανάλαφρη και τόσο ευμετάβολη ισορροπία, δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται απ’ το αδιάκοπο και σβέλτο πέρασμα του, όπως από τις έντονες μεταπτώσεις της θάλασσας και τις τραχιές εναλλαγές του τοπίου.

[…]

Καταμεσίς στην ανατολική ακτή είναι ο όρμος της Αχάτας: Δύο θεόρατοι, ασπρουδεροί βράχοι ξεχύνονται στην θάλασσα, διαγράφοντας το μικρό λιμανάκι. Αριστερά είναι ο κάβος του Αρταλού, δεξιά του “Α-Αντρά”, ανάμεσά τους η μικρή βοτσαλωτή παραλία και μπρος το άνοιγμα της θάλασσας, γιρλάντα παιχνιδιάρα, μερικά σκόρπια, χαμηλά και μαυρισμένα απ’ το κύμα νησάκια. Το τοπίο έτσι φαντάζει μεγαλόπρεπο. Ο βράχος κόβεται απότομα, σχεδόν κάθετα στη λευκή αμμούδα, παίρνοντας ένα κοκκινωπό, κεραμιδί χρώμα στη ρίζα του. Εκεί είναι μερικές σπηλιές που το ένοιγμά τους είναι κτισμένο με ξερολιθιά, αφήνοντας ένα μικρό μόνο πέρασμα για την κατοικία των ψαράδων.

Όλη τη μέρα το τοπίο είναι σα να διαλύεται και να χάνετα στο φλογερό ξέφωτο και τη λαύρα που επικρατεί. Έπειτα, ξαφνικά ως ό ήλιος γύρει πίσω απ’ τη Μέλλουρα κι αρχήσει να σκοτεινιάζει, ξαναβρίσκει τον εαυτό του, ανασυντάσσεται και προβάλλει πρίοτερο τις γραμμές του. Αυτή την ώρα αισθάνεσαι όλη την αγριάδα, που από παντού αναδίνεται, ένα σωστό Θεϊκό ρίγος σε κυριεύει κι’ ο πανύψηλος βράχος του Αρταλού καθώς στέκει ορθός πάνωθε και σε αγκαλιάζει, είναι σα να παρέχει την προστασία του.

[…]

Γύρωθε, λαξεμένες στις απόκρημνες ακτές που περιβάλλουν την Αχάτα, είναι αρκετές σπηλιές. Ο βράχος κόβεται απότομα, πλαισιώνοντας με τραχιά, μαυριδερά τοιχώματα αυτές τις κουφάλες. Κι’ η θάλασσα αργοσέρνεται με νωχέλια μέσα, σα για να ηρεμήσει από το κύμα και τον αγέρα που την χτυπάν ανελέητα.

Εκεί κουρνιάζουν τις νύχτες τα θαλασσοπούλια. Όλη τη μέρα ξεπετάν στα μικρά βραχάκια, μέσα στο λιμάνι, προσδίνοντας μια χαρούμενη νότα στη μονότονη ζωή της Αχάτας:

Μαυριδερές αγριόπαπιες λικνίζονται πανω στο κύμα, περιμένοντας υπομενετικά να περάσει η λεία. Τότε βουτάν απότομα στο νερό κι έπειτα ξαναφαίνονται με το ψαράκι πιασμένο στο ραμφί τους.

Κατάλευκοι γλάροι διαγράφουν παιγνιδιάρικα ημίκυκλους στο γαλανό ουρανό, σα για διάλειμμα στην επίμονη αναζήτηση της τροφής τους στη θάλασσα. Και γκριζωπά αγριοπερίστερα, σε μεγάλα κοπάδια, αιφνιδιάζουν κάθε τόσο την ακοή σου, με το έντονο φτερούγισμα και το χαρωπό τους τιτίβισμα. Καμιά φορά τις νύχτες που ψαρεύαμε με το πυροφάνι, σαν έπιανε δυνατό μπουρίνι, καταφεύγαμε με τη βάρκα, για να φυλαχτούμε, σε αυτές τις σπηλιές. Τα πουλιά, αιφνιδιασμένα από το δυνατό φώς, ξεπετάγονται τότε τρομαγμένα και γέμιζαν την σπηλιά πάνωθέ μας.

Είναι μια εικόνα που έχει εντυπωθεί βαθιά στην ψυχή μου. Η φλόγα που θρασομανούσε, αποκαλύπτοντας διαδοχικά τις πτυχές του άγριου βράχου, τα απεγνωσμένα φτερουγίσματα αμετρήτων πουλιών που πάσχιζαν να σωθούν πανικόβλητα, κρώζοντας γοερά, όλα, στο επιβλητικό πλαίσιο της θύελλας, σύνθεταν μια σκηνή ασύλληπτου μεγαλείου.

Αποσπάσματα από το βιβλίο: Ο Βασιλιάς της Αχάτας, του Κώστα Κυζούλη

Leave a Reply