Views: 110
Μια κόρη από την Αμοργό,
γατάνι, γατανάκι μου
να ταξι(δ)έψει θέλει,
γατάνι μου πλεμένο.
Να ταξι(δ)έψει δε μπορεί,
να λάμνει (δ)εν ηξεύρει.
Δίνει τρακόσια δυο φλουριά,
ναύλο του κεφαλιού της
κι άλλα τρακόσια τέσσερα,
να πάει με τη(ν) τιμή της.
Κι απίτις πολαργάρασι [1]
δυο μίλια του λιμνιώνα
επο(δ)ιαντράπη ο ναύκληρος
κι απλώνει πα στη(ν) κόρη.
Κι η κόρη από την εντροπή
ήπεσε λι(γ)ωμένη
κι ο ναύκληρος εθάρεψε
πως ήτο ποθαμένη,
’πό τα μαλλάκια την αρπά
και στο γιαλό τη ρίχτει,
το ρέμα την εξώριξε
στο(ν) κόρφο της Αττάλειας.
Και μιά Λαμπρή, μια Κυριακή,
μιαν ακριβήν ημέρα
ήβγαν οι Ατταλειώτισσες
να παν να σουργιανίσου(ν).
Κ’ ήβραν τη(ν) κόρη κι ήπλεε
στα βρυά περιπλεμένη,
τότε οι Ατταλειώτισσες
εστήσαν μοιρολόι.
Για δε(ς) κορμί για καμουχά [2]
και μέση για ζωνάρι
για δες μασουροδάχτυλο [3]
για το μαργαριτάρι.
Λεξιλόγιο
- πολαργάρασι: απομακρύνθηκαν
- καμουχάς: βαρύτιμο ύφασμα
- μασουροδάχτυλο: δάχτυλο λεπτό σαν τα μασούρια του αργαλιού